φιλτροκίνητος

φιλτροκίνητος
-ον, Μ
αυτός που διεγείρεται με φίλτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + -κίνητος (< κινῶ), πρβλ. θεο-κίνητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”